- οὐροδόχη
- οὐρο-δόχη, ἡ, u. οὐρο-δοχεῖον, τό, Uringefäß
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ουροδόχη — η (Α οὐροδόχη και οὐροδόκη) το ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
ουροδόχη — η βλ. ουροδοχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐροδόχην — οὐροδόχη chamberpot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐροδόχα — οὐροδόχᾱ , οὐροδόχη chamberpot fem nom/voc/acc dual οὐροδόχᾱ , οὐροδόχη chamberpot fem nom/voc sg (doric aeolic) οὐροδόχος holding urine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐροδόχας — οὐροδόχᾱς , οὐροδόχη chamberpot fem acc pl οὐροδόχᾱς , οὐροδόχη chamberpot fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
ουροδοχείο — το (Α οὐροδοχεῑον και οὐροδόχιον) [ουροδόχη] δοχείο για ούρηση … Dictionary of Greek
ουροδόκη — οὐροδόκη, ἡ (Α) βλ. ουροδόχη … Dictionary of Greek